- οἰκτρή
- οἰκτρόςpitiablefem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἰκτρῇ — οἰκτρός pitiable fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικτρομέλαθρος — οἰκτρομέλαθρος, ον (Α) αυτός που έχει οικτρή κατοικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + μέλαθρον (πρβλ. ευ μέλαθρος)] … Dictionary of Greek
οικτρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ οικτρός, ά, όν) 1. (για πρόσ.) αυτός που κινεί τον οίκτο, αξιολύπητος («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», Αισχύλ.) 2. (για πράγματα και καταστάσεις) αξιοθρήνητος («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», Ηρόδ … Dictionary of Greek
οικτρότητα — η (Α οἰκτρότης, ητος) [οικτρός] οικτρή, ελεεινή κατάσταση, αθλιότητα … Dictionary of Greek
οικτρόφωνος — οἰκτρόφωνος, ον (Α) αυτός που έχει οικτρή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + φωνος (< φωνή), πρβλ. ισχυρό φωνος, λαμπρό φωνος] … Dictionary of Greek
Κυπριανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Καρχηδόνας (3ος αι. μ.Χ.). Βλ. λ. Κυπριανός. Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (1.). 2. Μαρτύρησε μαζί με την Ιουλιανή. Η μνήμη τους τιμάται την 1η Νοεμβρίου. 3. Μοναχός από τα… … Dictionary of Greek
ελεεινότητα — η 1. αχρειότητα, οικτρή κατάσταση, αισχρότητα. 2. στον πληθ., ελεεινότητες αισχρές πράξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)